- κροκοδειλίζω
- μιμούμαι τον κροκόδειλο, υποκρίνομαι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κροκοδειλίζω — (Α κροκοδιλίζω και κροκοδειλίζω) [κροκόδειλος] συμπεριφέρομαι υποκριτικά σαν τον κροκόδειλο … Dictionary of Greek
κροκοδιλίζω — (Α) βλ. κροκοδειλίζω … Dictionary of Greek